καλύβιον

English (LSJ)

τό, Dim. of καλύβη, Phld. Acad. Ind. p. 54 M., DH. 10.19, Plu. Pomp. 73, Alciphr. 1.1, DL. 4.19.

German (Pape)

[Seite 1314] τό, dim. zum Vorigen; Plut. Pomp. 73; μικρόν D. Hal. 10, 19.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite cabane, petite tente.
Étymologie: dim. de καλύβη.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλύβιον: τό маленькая хижина, шалаш Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλύβιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ ἀνωτ., «καλύβι», ἀναπαυσάμενος ἐν καλυβίῳ τινὶ σαγηνέων Πλουτ. Πομπ. 73.

Greek Monotonic

κᾰλύβιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλύβιον -ου, τό, demin. van καλύβη, hutje.