τό, Dim. of κάλυξ, Dsc. ap. Orib.11.1.50, Hsch.
[Seite 1314] τό, dim. von κάλυξ, Hesych.
καλύκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάλυξ, «καλύκιον· μικρὸν ῥόδον» Ἡσύχ.
καλύκιον, τὸ (Α) κάλυξμτγν.1. μικρός κάλυκας2. (κατά τον Ησύχ.) «μικρὸν ῥόδον».