κάλυξ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
[ᾰ], κάλῠκος, ἡ, also ὁ v.l. in Dsc.2.143: (perhaps cogn. with καλύπτω):—
A covering, used only of flowers and fruits:
1 seed-vessel, husk, shell or pod, of the water-lily, Hdt.2.92; of rice, Id.3.100; of wheat, πρὶν ἂν ἐν τῇ κάλυκι γένηται [ἡ στάχυς] Thphr.HP8.2.4, cf. 8.4.3; κάλυκος ἐν λοχεύμασι, i.e. when the fruit is setting, A.Ag. 1392, cf. S.OT25, Ar.Av.1065 (lyr.).
2 cup or calyx of a flower, ἀνεμωνῶν κάλυξι… ἠριναῖς Cratin.98; κισσοῖο καλύκεσσι Theoc.3.23; ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Arist.HA554a12; (φύλλοις) τοῖς τῶν ῥόδων ὅταν ἐν κάλυξιν ὦσι Thphr.HP4.10.3; ῥόδου κ. ibid.; so in Poets, rosebud, h.Cer.427, AP12.8 (Strato), etc.: metaph., σταθερὰ… κ. νεαρᾶς ἥβης Ar.Fr.467.
II in plural, women's ornaments, perhaps earrings shaped like flower cups, Il.18.401 (other expl. in Sch.), cf. h.Ven. 87.
III = ἄγχουσα (alkanet, dyer's bugloss), Dsc.4.23.
German (Pape)
[Seite 1314] κάλυκος, ἡ (mit καλύπτω zusammenhangend), eigtl. eine Hülle, in der Etwas verschlossen liegt, dah. die Blütenknospe, der die Blume umschließende Blumenkelch, bes. die Rosenknospe; H. h. Cer. 428; Her. 2, 92; ῥόδων καλύκεσσι Plat. ep. 29 (Plan. 210), μᾶλλον καλύκων ἐρυθαίνετο Strat. 7 (XII, 8), öfter in der Anth.; Theocr. 3, 23; Arist. H. A. 5, 22 φέρει ἀπὸ πάντων ἡ μέλιττα, ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Vom Frucht- oder Samenkelche der Hirse, Her. 3, 100; στάχυς ἐν κάλυκι Plut. Eum. 6. Allgemeiner von der Saat, Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασι Aesch. Ag. 1365; πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός Soph. O. R. 25, der Pflanzenkeim; ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον καρπὸν ἀποβόσκεται Ar. Av. 1065. – Bei Hom. Il. 18, 401 werden κάλυκες als ein von Hephästus, also aus Metall gearbeiteter Teil des Frauenschmucks erwähnt, vielleicht knospenförmige Ohrgehänge od. nach Eust. Ringe.
French (Bailly abrégé)
κάλυκος (ἡ, postér. ὁ)
I. enveloppe d'une fleur ou d'un fruit;
II. fleur ou fruit non encore développés, particul.
1 germe d'une plante, bourgeon;
2 calice de fleur, bouton de rose;
3 ornement de métal, en forme de bouton de fleur, pour les femmes.
Étymologie: DELG le rapprochement avec skr. kalika « bouton de fleur » reste douteux ; on pense évidemment à κύλιξ, καλύπτω (Pokorny).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλυξ κάλυκος, ἡ [~ καλύπτω] bloemkelk:; ἐν ἄλλῃ κάλυκι παραφυομένῃ in een andere bloemkelk die ernaast groeit Hdt. 2.92.4; bloemknop, vrucht:. κάλυκος ἐν λοχεύμασι bij het ontluiken van de knop Aeschl. Ag. 1392; αὐτῇ τῇ κάλυκι... σιτέονται zij eten het met bloemknop en al Hdt. 3.100. uitbr. oorbel (in de vorm van een bloemknop):. χάλκευον... κάλυκας ik smeedde oorbellen Il. 18.401.
Russian (Dvoretsky)
κάλυξ: κάλῠκος (ᾰ) ἡ
1 бот. чашечка (ὁ καρπὸς ἐν κάλυκι γίνεται Her.);
2 оболочка, скорлупа (κέγχρος ἐν κάλυκι Her.): ἡ γῆ ἔχουσα ἐν κάλυκι σταχύν Plut. земля, покрытая молодыми колосьями;
3 росток, зародыш: κάλυκες ἔγκαρποι Soph. плодоносные ростки;
4 цветочная почка, бутон (ῥόδων Plat.);
5 перен. цвет (νεαρᾶς ἥβης Arph.);
6 pl. чашечкообразные украшения, подвески (κάλυκές τε καὶ ὅρμοι Hom.).
English (Autenrieth)
υκος: pl., women's ornaments, perhaps cup-shaped ear-rings, Il. 18.401†. (See cut No. 8.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κάλυξ: [ᾰ], κάλῠκος, ἡ (καλύπτω), περικάλυμμα, χρησιμοποιούμενο μόνο για λουλούδια, άνθη και καρπούς·
I. 1. φλοιός ή περικάρπιο φυτών, σε Ηρόδ.· κάλυκος ἐν λοχεύμασι, δηλ. όταν αρχίσει να δένει ο καρπός, σε Αισχύλ.
2. κάλυκας άνθους, μπουμπούκι, μπουμπούκι τριαντάφυλλου, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
II. σε Ομήρ. Ιλ. Σ. 401, κάλυκες, τα σκουλαρίκια έμοιαζαν, φαίνονταν σαν κάλυκες άνθους.
Greek (Liddell-Scott)
κάλυξ: ᾰ, ῠκος, ἡ, ὡσαύτως, ὁ, Διοσκ. 2. 172· (καλύπτω)· ― κάλυμμα, σκέπασμα, περικάρπιον, ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ ἀνθέων καὶ καρπῶν: 1) ἡ θήκη τῶν σπόρων τοῦ ἐνύδρου κρίνου, «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα κρίνεα ῥόδοισι ἐμφερέα, ἐν τῷ ποταμῷ γινόμενα.. ἐξ ὧν ὁ καρπὸς ἐν ἄλλῃ κάλυκι παραφυομένῃ ἐκ τῆς ῥίζης γίνεται» Ἡρόδ. 2. 92· τῆς ὀρύζης, ὁ αὐτ. 3. 100· τοῦ σίτου, πρὶν ἐν τῇ κάλυκι γένηται ἡ στάχυς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 4, πρβλ. 8. 4, 3· κάλυκος ἐν λοχεύμασι, δηλ. ὅταν ἀρχίσῃ νὰ «δένῃ» ὁ καρπός. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 25, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1065, 2) ἡ κάλυξ τοῦ ἄνθους, τὸ μὴ ἐκπετασθὲν ἔτι ἄνθος, ἀνεμωνῶν κάλυξι.. ἠριναῖς Κρατῖνος ἐν «Μαλθ.» 1· ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 8, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 3· παρὰ ποιηταῖς, ὁ «κοντζὲς» (Τουρκ.), ὁ «κοντζὲς» τοῦ ῥόδου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 427, Θεόκρ. 3. 23, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 8, κτλ.: ― μεταφ., σταθερὰ.. κάλυξ νεαρᾶς ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74. ΙΙ. Ἐν Ἰλ. Σ. 401, κάλυκες εἶναι κοσμήματα γυναικεῖα, περὶ ὧν οὐδὲν ἄλλο γινώσκομεν εἰμὴ μόνον ὅτι ἦσαν κατεσκευασμένα ἐκ μετάλλου καὶ ἔργα τοῦ Ἡφαίστου, ἴσως ἐνώτια ἔχοντα σχῆμα καλύκων, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 87, 164. ― Παρὰ μεταγενεστ. ἐκφέρεται καὶ κατ’ ἀρσεν. γένος, ὡς π.χ. παρὰ Διοσκορίδῃ, παρὰ Μιχ. Ψελλῷ, παρὰ Νικάνδρῳ κλ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 362 κἑξ.
Frisk Etymological English
-υκος
Grammatical information: f.
Meaning: cup, calyx of a flower, husk, shell, pod, rosebud, also metaph. for the ornament of a woman (Σ 401).
Compounds: As 1. member e. g. in καλυκοστέφανος crowned with buds (B.).
Derivatives: Dimin. καλύκιον (Dsc., H.); καλυκώδης κ.-like (Thphr.), καλύκειος λίθος name of a stone found in the fish called σάλπη (H.); also κάλυξις κόσμος τις ἐκ ῥόδων, καλύξεις ῥόδων καλύκια H., καλύκωσις rosebud? (Aq.), as if from *καλύσσω, or *καλυκόω; cf. the formations in Chantraine Formation 288 and καλυκίζειν ἀνθεῖν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the ending -υξ cf. Chantraine 383. The word resembles Skt. (class.) kalikā but, but it must prob. be kept separate, s. Mayrhofer KEWA s. v. Cf. κύλιξ, and σκαλλίον. Both root and suffix look Pre-Greek (καλ-υκ-).
Middle Liddell
κᾰ́λυξ, ῠκος, ἡ, καλύπτω
I. a covering, used only of flowers and fruit:
1. the shell or pod of plants, Hdt.; κάλυκος ἐν λοχεύμασι, i. e. when the fruit is setting, Aesch.
2. the calyx of a flower, a bud, a rose-bud, Hhymn., Theocr.
II. in Il. 18. 401, κάλυκες seem to be earrings like flower-cups.
Frisk Etymology German
κάλυξ: -υκος
{káluks}
Grammar: f.
Meaning: Fruchtkapsel, Blumenkelch, Blütenknospe, Rosenknospe, auch übertr. als Benennung eines Frauenschmucks (seit Σ 401).
Composita: Als Vorderglied z. B. in καλυκοστέφανος mit Knospen bekränzt (B. u. a.).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum καλύκιον (Dsk., H.); καλυκώδης ‘κ.-ähnlich’ (Thphr.), καλύκειος λίθος N. eines in dem σάλπη benannten Fische gefundenen Steins (H.); außerdem κάλυξις· κόσμος τις ἐκ ῥόδων, καλύξεις· ῥόδων καλύκια H., καλύκωσις ‘Rosenknospe?’ (Aq.), wie von *καλύσσω, bzw. *καλυκόω; vgl. die Bildungen bei Chantraine Formation 288 und καλυκίζειν· ἀνθεῖν H.
Etymology: Zum Ausgang -υξ vgl. Chantraine 383; eine große Ähnlichkeit zeigt aind. (klass.) kalikā Knospe, das aber trotzdem vielleicht fernzuhalten ist, s. Mayrhofer Wb. s. v. Vgl. κύλιξ, auch σκαλλίον.
Page 1,768
Mantoulidis Etymological
-υκος (=κάλυμμα τοῦ λουλουδιοῦ). Ἀπό τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
alkanet
Catalan: boleng roig, pota de colom; French: anchuse, orcanette, orcanette des teinturiers, orcanette tinctoriale, alcanette, buglosse tinctorial; German: Schminkwurz, Färber-Alkanna; Greek: άγχουσα; Ancient Greek: ἀρχέβιον, ἀρχιβδέλλιον, ἄγχουσα, ἔγχουσα, κάλυξ, κατάγχουσα, λακχά, ὀνοκλεία, ὀνόκλεια; Korean: 알칸나; Latin: anchusa, Anchusa tinctoria; Polish: alkanna barwierska; Portuguese: alcana; Russian: алканна, алканна красильная; Spanish: palomilla de tintes; Turkish: havacıva