καλώδιον
German (Pape)
[Seite 1315] τό, richtiger καλῴδιον, dim. von κάλως, kleines Tau; Ar. Vesp. 398; Thuc. 4, 26; Sp. Att. Seew. XVII a u. öfter von σχοινία unterschieden, leichte Taue.
French (Bailly abrégé)
v. καλῴδιον.
Greek Monotonic
κᾰλώδιον: τό, υποκορ. του κάλως, λεπτό σχοινί, χοντρός σπάγγος, σε Αριστοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλώδιον: и κᾰλώδιον τό небольшой канат, веревка Thuc., Arph., Arst., Plut.