Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καμέλια
Greek Monolingual
ἡ διακοσμητικό φυτό που ανήκει στο γένος τών θεοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ.< γαλλ. camelia< νεολατ. camellia< κύριο όν. Camelli, μοναχός που έφερε το φυτό από την τροπική Ασία τον 17ο αιώνα].