καμηλήσιος

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν («καμηλήσιο κρέας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + -ήσιος].