καμινίων

English (LSJ)

ωνος, ὁ, furnace-attendant, IG5(2).50.82 (ii A.D.).

Greek Monolingual

καμινίων, -ωνος, ὁ (Α)
επιγρ. ο επιστάτης του καμινιού, του κλιβάνου, αξίωμα στα γυμναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του καμινεύς.