καμπαναριό

Greek Monolingual

και καμπαναρειό, το (Μ καμπαναρίο[ν] και καμπαναρειό[ν] και καμπανάριον) το
κωδωνοστάσιο ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. μσν. καμπαναρ(ε)ῖον ή καμπανάριον < λατ. campanarium].