κωδωνοστάσιο
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
και κωδωνοστάσι, το
μικρός πύργος εκκλησίας από την οροφή του οποίου είναι αναρτημένες οι καμπάνες, καμπαναριό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -στάσιο < ασθενές θ. στă του ἵστημι (πρβλ. ἕ-στă-μεν, στᾰτός) + κατάλ. -σιο (πρβλ. εργο-στά-σιο, ηλιο-στά-σιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα].