καμπυλαύχην
German (Pape)
[Seite 1318] ενος, krummhälsig.
Greek Monolingual
καμπυλαύχην, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει καμπυλωτό, κυρτό αυχένα, αυτός που σκύβει τον σβέρκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + αυχήν].
[Seite 1318] ενος, krummhälsig.
καμπυλαύχην, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει καμπυλωτό, κυρτό αυχένα, αυτός που σκύβει τον σβέρκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + αυχήν].