καμπύλος
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, (κάμπτω) bent, curved, opp. εὐθύς, of a bow, κ. τόξα Il.3.17, etc.; ἅρμα 5.231; κ. κύκλα, of wheels, ib.722; ἄροτρα h.Cer.308, Sol.13.48; δίφρος Pi.I.4(3).29; ὄχημα A.Supp.183; σελίς IG12.374.57; κῦμα BMus.Inscr.1012 (Chalcedon); κ. ἐς τὸ ἔξω Hp. Art.1; καμπύλα τε καὶ εὐθέα Pl.R. 602c: metaph., κ. μέλος an ode of varied metre, Simon.29; cf. καμπύλη.
German (Pape)
[Seite 1319] gekrümmt, gebogen; τόξον Il. 3, 17 u. oft; κύκλα, Räder, Il. 5, 722; ἄροτρα H. h. Cer. 308; δίφρος Pind. I. 3, 47; ὀχήματα Aesch. Suppl. 180; Gegensatz εὐθύς, Plat. Rep. X, 602 c; Sp.; μέλος, künstlich modulirt, s. κάμπτω, Simonds. Vgl. καμπύλη.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 courbe, courbé, recourbé;
2 subst. ἡ καμπύλη (s.e. ῥάβδος ou βακτηρία) bâton recourbé.
Étymologie: R. Καμπ, courber ; cf. κάμπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμπύλος -ή -όν [κάμπτω] gebogen, krom.
Russian (Dvoretsky)
καμπύλος: (ῠ)
1 согнутый, изогнутый, кривой (τόξον, ἄροτρα Hom.; ῥάβδος Plut.); гнутый (κύκλα, ἅρμα Hom.);
2 изломанный: τὰ καμπύλα ἐν ὕδατι Plat. предметы (как бы) изломанные (когда они находятся) в воде;
3 состоящий из чередующихся размеров, разнообразный (μέλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καμπύλος: ῠ, η, ον, (κάμπτω) ἐπικαμπής, κυρτός, ἀντίθετον τῷ εὐθύς, ἐπὶ τόξου, καμπύλα τόξα Ἰλ. Γ. 17, κτλ.· ἅρμα Ε. 231· κ. κύκλα, ἐπὶ τροχῶν, αὐτόθι 722· ἄροτρα Ὁμ. ὕμν. εἰς Δήμ. 309· δίφρος Πινδ. Ι. 4. 49 (3. 47)· ὄχημα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 183· κ. ἐς τὸ ἔξω Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· καμπύλα τε καὶ εὐθέα Πλάτ. Πολ. 602C· ― μεταφ., κ. μέλος, ᾠδὴ ποικίλον ἔχουσα μέτρον, Σιμωνίδ. 36. ― Πρβλ. καμπύλη.
English (Autenrieth)
English (Slater)
καμπῠλος curved οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον (I. 4.29) met., καμπύλον μέλος διώκων (trans. from met. of chariot of song, cf. Πα. 2. 4: here of the hyporchema) *fr. 107. 3.*
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καμπύλος, -ον)
αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή)
1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία
2. μαθ. ο τόπος τών διαδοχικών σημείων που καταλαμβάνει στο επίπεδο ή στον χώρο ένα σημείο κινούμενο σύμφωνα με έναν καθορισμένο νόμο
3. η λ. χρησιμοποιείται επίσης, εκτός τών μαθηματικών, και σε πολλές άλλες επιστήμες συνοδευόμενη με ανάλογους προσδιορισμούς και με ειδική κάθε φορά σημασία («καμπύλη του Γκάους, καμπύλη εργασίας, καμπύλη προσφοράς, καμπύλη ζητήσεως, καμπύλη ίσου κόστους, καμπύλες συχνοτήτων, ισοβαθείς καμπύλες, ισοϋψείς καμπύλες» κ.λπ.)
4. οστεώδες, σκληρό και επίμηκες οίδημα τών ζώων
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ καμπύλη (ενν. βακτηρία)
ράβδος με κυρτή άκρη, μπαστούνι, μαγκούρα γυριστή
2. μτφ. η ωδή που έχει ποικίλο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω + επίθ. -υλ-ος, πρβλ. αγκ-ύλ-ος.
ΠΑΡ. καμπυλότητα(-ότης)
αρχ.
καμπυλιάζω, καμπύλλω, καμπυλόεις
μσν.- νεοελλ.
καμπυλώνω
νεοελλ.
καμπυλωτός.
ΣΥΝΘ. καμπυλόγραμμος, καμπυλοειδής, καμπυλόπρυμνος
αρχ.
καμπυλαύχην, καμπυλόρριν, καμπυλοσαλπιστής, καμπύλοχος
μσν.- νεοελλ.
καμπυλόρρινος
νεοελλ.
καμπυλογράφος, καμπυλόμετρο].
Greek Monotonic
καμπύλος: [ῠ], -η, -ον (κάμπτω), λυγισμένος, κυρτωμένος, κυρτός, λέγεται για τόξο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τροχούς, στο ίδ.· λέγεται για άρματα, στο ίδ.
Middle Liddell
καμπῠ́λος, η, ον κάμπτω
bent, crooked, curved, of a bow, Il.; of wheels, Il.; of chariots, Il.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κάμπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.