καμπυλιάζω

English (LSJ)

= καμπύλλω (bend, crook), Phot., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλιάζω: τῷ ἑπομ., Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

καμπυλιάζω (Α) καμπύλος
καμπύλλω.

German (Pape)

καμπύλλω, Vetera Lexica.