= καμπύλλω (bend, crook), Phot., Suid.
καμπῠλιάζω: τῷ ἑπομ., Φώτ., Σουΐδ.
καμπυλιάζω (Α) καμπύλοςκαμπύλλω.
= καμπύλλω, Vetera Lexica.