καναχά

English (Slater)

κᾰνᾰχά shrilling παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.39)

Russian (Dvoretsky)

κᾰνᾰχά: ἡ дор. = καναχή.