κανδιδᾶτος

Greek (Liddell-Scott)

κανδιδᾶτος: ὁ, τὸ Λατ. candidatus, ἀξιωματικός, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1133, 4029, Νεῖλ. 160Β, Προκόπ. ΙΙ. 441, 15, Ἰω. Μόσχ. 3060Α, κλ.