ἀξιωματικός
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ἀξιωματική, ἀξιωματικόν,
A dignified, honourable, προστασία Plb.10.18.8, etc.; high in rank, Plu. 2.617d: Comp., Dam.Pr.54.
2 in Literary Criticism, dignified, D.H.Dem.18,al.; ῥυθμός Comp.13: Comp., Isoc.3. Adv. ἀξιωματικῶς, κατεσκευάσθη Dem.43; λέγειν Hermog.Id.2.6.
3 concerned with dignities, Ptol.Tetr.163.
II supplicatory, Plb.20.9.9.
III employing logical propositions, ἐκφορά Stoic.2.61: Sup., D.L.4.33. Adv. ἀξιωματικῶς = self-evidently, Steph.in Hp.1.59 D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1honorable προστασία ἀ. Plb.10.18.8
•de pers. que tiene un alto rango διδοὺς ἑκάστῳ τῶν ἀξιωματικῶν λεγομένων Plu.2.617d, cf. Ptol.Tetr.3.14.26, Dam.Pr.54
•subst. dignatario, oficial πάντας πολίτας καὶ ... ἀ. Gr.Naz.M.37.241B.
2 en crít. lit. digno, elegante del estilo de Isócrates, D.H.Dem.18, ῥυθμός D.H.Dem.43, cf. Isoc.3.
II de tipo aseverativo ἐκφορά Chrysipp.Stoic.2.61
•de pers. que habla con frecuentes ἀξιώματα D.L.4.33.
III suplicatorio, ἀξιωματικὸς λόγος Plb.20.9.9.
IV adv. ἀξιωματικῶς
1 digna, elegantemente, λέγειν ἀξιωματικῶς, Hermog.Id.2.6 (p.347), κατεσκεύασται τῷ ἀνδρὶ ... ἀ. D.H.Dem.43.
2 con evidencia Steph.in Hp.1.59.
German (Pape)
[Seite 271] 1) zur Würde gehörig, ehrwürdig, Pol. 33. 9; Plut. Alex. 12 Pomp. 2; mit μεγαλοπρεπής verbdn; mit einer Würde, einem Amte bekleidet, Plut.; zu einem Axiom gehörig; in Axiomen sprechend, Diog. L. 4, 33. – 2) bittend, λόγος Pol. 20, 9; ἐντολαί 31, 15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a un air d'autorité ou de dignité;
2 élevé en dignité.
Étymologie: ἀξίωμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιωμᾰτικός:
1 полный достоинства, важный Polyb., Plut.;
2 высокопоставленный Polyb., Plut.;
3 содержащий просьбу (λόγος Polyb.) или указание (ἐντολαί Polyb.);
4 выражающийся в аксиомах, аксиоматический Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιωμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἀξίωμα, ἀξιοπρεπής, ἔντιμος, Πολύβ. 10. 18, 8, κτλ.· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἀλ. π. Δημ. 1093. κτλ.· κατέχων ὑψηλήν θέσιν, ὢν ὑψηλῆς τάξεως, Πλούτ. 2. 617D. ΙΙ. ἱκετευτικός, Πολύβ. 20. 9, 9. ΙΙΙ. ὁ ὁμιλῶν δι’ ἀξιωμάτων, Διογ. Λ. 4. 35. ― Ἐπίρρ. ἀξιωματικῶς, μετ’ ἀξιώματος, αὐθαδῶς, αὐστηρῶς καὶ ἀξιωματικῶς Δημ. 1088. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀξιωματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ' αυτά
2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών
νεοελλ.
Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των αντίστοιχών του) και άνω
2. βαθμοφόρος οποιουδήποτε σώματος με στρατιωτική οργάνωση
3. όποιος ανήκει στο Τάγμα κάποιου παρασήμου
II. φρ. «αξιωματική αντιπολίτευση» — το πρώτο κόμμα (με τους περισσότερους βουλευτές) της Αντιπολίτευσης μέσα στη Βουλή
αρχ.
(για λόγο ή αίτηση) ικετευτικός, παρακλητικός
το αρσ. ως ουσ. αξιωματικός
ο αξιωματούχος, αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα.