κανδόχα

English (LSJ)

κήλη (Laconian), Hsch.; cf. καναδόκα.

Greek (Liddell-Scott)

κανδόχα: «κήλη· Λάκωνες» Ἡσύχ. (ἔνθα διορθωτ. κανδόκα· «χηλὴ...».

Greek Monolingual

κανδόχα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καναδόκα.