κανναβίς
Greek Monolingual
κανναβούρι, καναβούρι, κανναβόσπορος, καναβόσπορος, το (Μ καναβούριν, κανναβούριν) κάνναβις, κάναβις
ο σπόρος του φυτού κάνναβη, κάναβη
κανναβούρι, καναβούρι, κανναβόσπορος, καναβόσπορος, το (Μ καναβούριν, κανναβούριν) κάνναβις, κάναβις
ο σπόρος του φυτού κάνναβη, κάναβη