καπητόν

English (LSJ)

τό, (< κάπη) fodder, Hsch. in plural, = wicker baskets, Lyd. Mag. 1.46.

German (Pape)

[Seite 1323] τό (vgl. κάπη), Viehfutter, Hesych.; vgl. capitum, Ammian. Marcell. 22, 4 u. unten καπίστριον.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπητόν: τό, (κάπη) τροφή ζῴων, παρὰ τῷ μεταγενεστέρῳ Λατινισμῷ capitum, Ἡσυχ.

Greek Monolingual

καπητόν, τὸ (AM) κάπη
μσν.
καλάθι κατασκευασμένο από λυγαριά
αρχ.
τροφή ζώων.