καλάθι

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

το (Μ καλάθι)
σκεύος πλεγμένο από κλαδιά λυγαριάς ή ιτιάς ή από καλάμι, το οποίο χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση και τη μεταφορά διαφόρων προϊόντων ή αντικειμένων
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) δοχείο από πλεκτά ελάσματα που χρησιμοποιείται για την ανέλκυση και τη μεταφορά μεταλλεύματος
2. αλιευτικό εργαλείο, κν. κιούρτος
3. (στη σαγματοποιία) σύστημα από δύο κοφίνια ή κόφες που κρέμονται στα πλευρά του ζώου και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά φορτίων
4. (αθλ.) (στο μπάσκετ) α) στόχος του αγωνιστικού παιχνιδιού, ο οποίος αποτελείται από δίχτυ κωνικού σχήματος από άσπρο κορδόνι, ανοιχτό στο πάνω και κάτω μέρος και στερεωμένο στην περιφέρεια μεταλλικής στεφάνης η οποία βρίσκεται σε ορισμένο ύψος από το έδαφος
β) (κατ' επέκτ.) η εύστοχη βολή της μπάλας μέσα στο δίχτυ της αντίπαλης ομάδας
5) παροιμ. α) «στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει» — γι' αυτόν που δεν ικανοποιείται εύκολα, που είναι δύστροπος
β) «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» — όταν ακούς μεγάλα λόγια ή σπουδαία κατορθώματα μην πιστεύεις ότι ανταποκρίνονται όλα στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλάθι < καλάθ-ιον (υποκορ. του κάλαθος) χωρίς όμως να έχει σήμερα υποκορ. σημ. Η λ. ως όρος της καλαθοσφαιρίσεως (μπάσκετ) αποτελεί σημασιολογική απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. basket].

Translations

basket

Afrikaans: mandjie; Albanian: shportë; Anal: vopum; Arabic: سَلَّة‎; Egyptian Arabic: سبت‎; Hijazi Arabic: سلة‎, سبت‎, طشت‎, زنبيل‎; Armenian: զամբյուղ, կողով; Assamese: পাচি, টুকুৰী, খৰাহী, খাং, খদা, খাচা; Asturian: cestu, cesta; Atong: kok; Azerbaijani: səbət, zənbil; Belarusian: кошык; Bengali: টুকরি; Bulgarian: кош, кошница; Burmese: တောင်း, ခြင်း; Catalan: cistell, cistella; Cebuano: bukag; Central Sierra Miwok: ča·majy-; Chamicuro: kajsawa; Chechen: тускар; Cherokee: ᏔᎷᏣ; Chinese Cantonese: 籃; Mandarin: 籃子, 篮子; Crimean Tatar: sepet; Czech: koš, košík; Dalmatian: caniastro, quanest; Danish: kurv; Dhivehi: ތުކުނި‎; Dutch: mand, korf; Esperanto: korbo; Estonian: korv; Faroese: kurv; Finnish: kori; French: panier; Friulian: gei, geùt, ceste, cos; Galician: cesta, cesto; Georgian: კალათა; German: Korb; Alemannic German: Zeine; Gothic: 𐍄𐌰𐌹𐌽𐌾𐍉, 𐍃𐍀𐍅𐍂𐌴𐌹𐌳𐌰, 𐍃𐌽𐍉𐍂𐌾𐍉; Greek: καλάθι, κάνιστρο; Ancient Greek: δάρπη, θῖβις, κίστη, κόφινος, κάλαθος, ὑριχός; Greenlandic: koori; Gujarati: ટોપલી; Haitian Creole: pànye, panyen; Hausa: kwàndō; Hebrew: סַל‎; Hindi: टोकरी; Hungarian: kosár; Hunsrik: Korreb; Icelandic: karfa; Ido: korbo; Igbo: ṅkata; Indonesian: bakul; Interlingua: corbe, paniero; Irish: ciseán, cis; Italian: cestino, cesto, canestro, cesta, paniere; Japanese: 篭, 籠, バスケット, ざる; Kabuverdianu: balai, balói; Kannada: ಬುಟ್ಟಿ; Kazakh: себет; Khmer: ល្អី, កញ្ជើ; Kitembo: chitonga; Korean: 바구니, 고리짝, 고리; Kurdish Central Kurdish: سەبەتە‎; Northern Kurdish: zembîl, selik, sevî, sepet; Kyrgyz: себет, корзина чабыра; Lao: ກະຕ່າ; Latgalian: peitine, skaline, vezeļs; Latin: corbis; Latvian: grozs; Laz: ცანცა; Lingala: ekolo; Lithuanian: krepšys, pintinė; Luganda: ekisero, ekibbo; Luxembourgish: Kuerf; Macedonian: кошница, корпа, кош; Malay: bakul; Malayalam: കുട്ട; Maltese: kannestru; Maori: roroi, rawhi, rourou, kete, kōnae, pūtāiki, kāwhiu, tāiki, taukoro; Maricopa: kwnho; Mbyá Guaraní: ajaka; Middle English: basket, coffyn; Mongolian Cyrillic: сагс, араг; Mòcheno: khorb; Navajo: tsʼaaʼ; Neapolitan: panaro; Nepali: टोकरी; Norman: pangni; Norwegian: kurv; Occitan: panier; Ojibwe: makak; Old Church Slavonic Cyrillic: кошь; Ottoman Turkish: سپت‎, زنبیل‎; Pashto: څکی‎, سوغځۍ‎, شکرۍ‎, ټوکرۍ‎, پتاړ‎, پتورۍ‎, پچۍ‎, کاړۍ‎, کجاوه‎, کهاره‎, کواره‎, کوارچه‎, ګرينډۍ‎, ګوراچه‎; Persian: سبد‎, زنبیل‎; Plautdietsch: Korf; Polish: kosz, koszyk; Portuguese: cesto, cesta; Quechua: isanka; Romanian: coș; Russian: корзина, лукошко, кошница, корзинка; Rusyn: кош; Sanskrit: पिटक; Serbo-Croatian Cyrillic: корпа, кош, кошара; Roman: korpa, koš, košara; Sindhi: کارو‎; Slovak: kôš, košík; Slovene: košara, koš; Sorbian Lower Sorbian: kóš; Sotho: basekete, sesiu, sethoto, seroto; Southern Ohlone: simirin, Tipol; Spanish: cesta, cesto; Swahili: kikapu; Swedish: korg; Tagalog: basket, buslo, takuyan, bakol, tiklis, kaing, pangnan; Tahitian: 'ete; Tajik: сабад; Talysh Asalemi: سبد‎, سوه‎; Taos: t'ə̀odmúluną, pùot'ę́ną; Telugu: బుట్ట, తట్ట; Thai: ตะกร้า; Tibetan: སློ་མ, སིལ་ར, སླེལ་པོ; Tok Pisin: basket; Turkish: sepet; Turkmen: sebet; Ukrainian: кошик, кіш, корзина; Urdu: ٹوکری‎; Uyghur: سېۋەت‎; Uzbek: savat, korzinka; Vietnamese: giỏ, rổ; Volapük: bäset, bäsetil; Welsh: basged; West Frisian: koer; Wolof: pañe; Xhosa: ibhaskithi; Yiddish: קאָרב‎, קויש‎; Yoruba: agbọ̀n, apẹ̀rẹ̀; Zulu: imbenge, ubhasikidi