καπιταλιστής

Greek Monolingual

ο
ο κεφαλαιοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste < capital < ιταλ. capitale (βλ. καπιτάλι)].