καπυρόομαι
English (LSJ)
Pass., become dry or parched, Id.4.4.1; become crackly, Orib.Fr.74.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπῠρόομαι: Παθ., γίνομαι ξηρός, καταξηραίνομαι, τοῦ μὴ κατὰ τὰς νεωλκίας καπυροῦσθαι τὴν ὕλην μὴ νοτιζομένην Στράβ. 195.
Pass., become dry or parched, Id.4.4.1; become crackly, Orib.Fr.74.
κᾰπῠρόομαι: Παθ., γίνομαι ξηρός, καταξηραίνομαι, τοῦ μὴ κατὰ τὰς νεωλκίας καπυροῦσθαι τὴν ὕλην μὴ νοτιζομένην Στράβ. 195.