καρανιστήρ

English (LSJ)

καρανιστῆρος, ο, ἡ, beheading, touching the head, κ. δίκαι A.Eu. 186:—also καρανιστὴς μόρος E.Rh.817.

German (Pape)

[Seite 1325] ῆρος, ὁ (κάρα, das Verb. καρανίζω findet sich nicht), = Folgdm, δίκαι Aesch. Eum. 177.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m;
c.
καρανιστής.

Greek Monolingual

καρανιστήρ, -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].

Greek Monotonic

κᾰρᾱνιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱνιστήρ: ῆρος ὁ рубящий головы, лишающий жизни (δίκαι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρανιστήρ -ῆρος [κάρηνον] dodelijk.

Middle Liddell

κᾰρᾱνιστήρ, ῆρος,
beheading, capital, Aesch.