-έω (Α καρηβαρῶ, -έω και καρηβαριῶ, -άω καρηβαρήςέχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαιαρχ.μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τον τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).