αδράχτι

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

το
1. μικρή ξύλινη ράβδος, όργανο για το γνέσιμο του μαλλιού, αναγκαίο συμπλήρωμα της ρόκας
2. η ποσότητα του νήματος που τυλίγεται σε ένα αδράχτι
3. αδραχτόμορφος σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων
4. η σιδερένια ράβδος που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας
5. το ανώτερο μέρος του καταρτιού, η ρόκα (ηλακάτη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἀτράκτ-ιον, υποκορ. του αρχ. ἄτρακτος.
ΠΑΡ. αδραχτάκι, αδραχτάς, αδραχτερή, αδράχτης Ι, αδράχτια Ι].