Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καρκινικός
Greek Monolingual
-ή, -ο 1.ιατρ. αυτός που ανήκει στον καρκίνο ή σχετίζεται με τον καρκίνο («καρκινικά κύτταρα») 2.φρ.φιλολ. «καρκινικόςστίχος» — στίχος ο οποίος μπορεί να διαβαστεί είτε κανονικά είτε από το τέλοςπρος την αρχή διατηρώντας το ίδιο νόημα.