καρποβάλσαμον

English (LSJ)

τό, the fruit of the balsam, Gal.14.166, v.l. in Dsc.1.58.

German (Pape)

[Seite 1328] τό, Balsamfrucht, Diosc., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

καρποβάλσαμον: τό, ὁ καρπὸς βαλσάμου, Γαλην. τ. 13, σ. 915.

Greek Monolingual

καρποβάλσαμον, τὸ (AM)
ο καρπός του φυτού βάλσαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βάλσαμον.