καθεδρωτόν, covinnus, Glossaria.
καρρίον, τὸ (Α)φρ. «καρρίον καθεδρωτόν» — πολεμικό άρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. θηρίον, παιδίον)].