Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.
καρρόθεν (Α)επίρρ. από κάτι καλύτερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον «καλύτερα» (συγκρ. βαθμός του καλῶς) + κατάλ. -θεν (πρβλ. θεμελιόθεν, ουρανόθεν)].