καρτεραύχην

English (LSJ)

v. κρατεραύχην.

German (Pape)

[Seite 1330] ενος, = κρατεραύχην, Hippocr. u. Galen.

Greek Monolingual

καρτεραύχην, -ενος, ὁ (Α)
κρατεραύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + αὐχήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτεραύχην -χενος [καρτερός, αὐχήν] met een stevige nek.