καρτερῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec force;
2 fig. résolument, courageusement.
Étymologie: καρτερός.

Russian (Dvoretsky)

καρτερῶς:
1 крепко (ὑπνοῦσθαι Her.);
2 сильно, с силой (κ. καὶ βιαίως Luc.).