καρυήματα

English (LSJ)

τά, nuts (Lacon.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καρυήματα: τά, κάρυα, Λακων. λέξις παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

καρυήματα, τὰ (Α) κάρυον
(κατά τον Ησύχ.) «κάρυα».