καρότσα

Greek Monolingual

η (Μ καρότσα)
άμαξα που σύρεται από άλογα
νεοελλ.
1. το αμάξωμα τών, φορτηγών κυρίως, αυτοκινήτων
2. επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carrozza].