αμάξωμα

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

το (ή πήγμα, κν. καροσερί)
τεχνολ. τμήμα τών τροχοφόρων οχημάτων με προορισμό την προστασία τών επιβατών και του κινητήρα με τα συστήματά του από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος < άμαξα + κατάλ. -ωμα].