αμάξωμα

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177

Greek Monolingual

το (ή πήγμα, κν. καροσερί)
τεχνολ. τμήμα τών τροχοφόρων οχημάτων με προορισμό την προστασία τών επιβατών και του κινητήρα με τα συστήματά του από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος < άμαξα + κατάλ. -ωμα].