καρύα

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, nut-bearing tree of various kinds, S.Fr.759 (pl.), LXX Ca.6.10(11), Plu.2.647b, etc.; esp. hazel, Corylus avellana, Thphr. HP1.12.1, 3.2.3; καρύα Περσική walnut, Juglans regia, ib.3.6.2,3.14.4; καρύα Εὐβοϊκή sweet chestnut, Castanea vesca, ib.5.4.2; καρύα Ἡρακλεωτική filbert, variety of Corylus avellana, ib.1.3.3; καρυῶτις ib.3.3.8; cf. κάρυον.

German (Pape)

[Seite 1331] ἡ, der Nußbaum, vgl. κάρυον, Soph. bei Ath. II, 52 b u. A.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
noyer, arbre.
Étymologie: cf. κάρυον.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρύα:орешник Soph., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καρύα: ἡ, ἡ «καρυδιὰ» (ὁ δὲ καρπὸς λέγεται κάρυον), Σοφ. Ἀποσπ. 892, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 3. 2, 3.

Greek Monolingual

και καρυά, η (Α καρύα και καρέα) κάρυον
γένος καρποφόρων δένδρων της οικογένειας γιουγκλανδίδες
νεοελλ.
το ξύλο του δένδρου καρυδιά.