κας

Greek Monolingual

(I)
κάς, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ δέρμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. κασάς].
(II)
κάς (Α)
διαλεκτ. τ. (κυπρ., αρκαδ.) αντί του καί.
(III)
κἀς (Α)
κράση τών λ. καὶ εἰς ή καὶ ἐς («κἀς τὴν πόλιν ἐλθών», Αριστοφ.).