κασετίνα

Greek Monolingual

η
1. μικρό κιβώτιο ή θήκη που χρησιμοποιείται για φύλαξη κοσμημάτων, επιστολών, μολυβιών τών μαθητών, επιτραπέζιων σκευών και άλλων μικροαντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassettina].