καστέλι

Greek Monolingual

το (Μ καστέλλιον και καστέλλιν και καστίλλιον)
μικρό φρούριο, κάστρο, οχυρός πύργος
νεοελλ.-μσν.
κώμη χτισμένη σε ύψωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellum «κάστρο»].