κατάδουλος

English (LSJ)

ὁ, slave, κ. παῖς PStrassb.40.24 (vi A.D.).

Greek Monolingual

κατάδουλος, ὁ (Α)
δούλος, σκλάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δουλος (< δοῦλος), πρβλ. σύνδουλος, υπόδουλος].