κατάθελξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, enchantment, Luc.Philops.9.

German (Pape)

[Seite 1349] ἡ, Bezauberung, Besänftigung, τῶν ἑρπετῶν Luc. Philops. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de charmer, de fasciner.
Étymologie: καταθέλγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάθελξις -εως, ἡ [καταθέλγω] betovering.

Russian (Dvoretsky)

κατάθελξις: εως ἡ заколдовывание, заклинание (τῶν ἑρπετῶν Luc.).

Greek Monotonic

κατάθελξις: -εως, ἡ, μαγικό τέχνασμα, μαγεία, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάθελξις: -εως, ἡ, μάγευμα, Λουκ. Φιλοψ. 9.

Middle Liddell

κατάθελξις, εως [from καταθέλγω
enchantment, Luc.