κατάκλητος

English (LSJ)

κατάκλητον, specially summoned, ἐν κ. ἁλίᾳ Tab.Heracl. 1.11, 2.10.

German (Pape)

[Seite 1353] zusammenberufen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλητος: -ον, προσκληθείς, ἐν κ. ἁλίᾳ Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 10· πρβλ., τῶν Ἀττικῶν κατακλησία.

Greek Monolingual

κατάκλητος, -ον (Α) κατακαλῶ
ο προσκεκλημένος.