κατακλησία
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
ἡ, = κατάκλησις (summoning by name, summoning of the whole body of citizens, invocation, recalling) 2, Poll. 8.116, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, das Herbeirufen, nach Poll. 8, 116 u. Hesych. eine Volksversammlung, zu der man auch die Bürger vom Lande einberief.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλησία: ἡ, = τῷ ἑπομ.· «σύγκλητος ἐκκλησία, ἣν ἐξαίφνης ἐποίουν μείζονος χρείας ἐπιλαβούσης· ἐκαλεῖτο δὲ καὶ κατακλησία ὅτι καὶ τοὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν κατεκάλουν» Πολυδ. Η΄, 116.
Greek Monolingual
κατακλησία, ἡ (Α) κατάκλητος
έκτακτη συνέλευση για κρίσιμα θέματα, στην οποία καλούσαν και όσους βρίσκονταν στην ύπαιθρο.