κατάκρεως

English (LSJ)

unexplained word in Hdn.Epim.206.

German (Pape)

[Seite 1356] fleischig, Hdn. epimer. p. 206.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρεως: κρεώδης, σαρκώδης, Ἡρῳδιαν.