κρεώδης

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεώδης Medium diacritics: κρεώδης Low diacritics: κρεώδης Capitals: ΚΡΕΩΔΗΣ
Transliteration A: kreṓdēs Transliteration B: kreōdēs Transliteration C: kreodis Beta Code: krew/dhs

English (LSJ)

κρεῶδες, fleshy, Arist.HA491b25, 583b10; ὀσμὴ κ. odour of flesh, Thphr. Fragmenta 167; κ. τροφή meat diet, Gal.10.849; τὰ κ. Id.6.600.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à de la chair, charnu.
Étymologie: κρέας, -ωδης.

German (Pape)

ες, fleischartig, fleischig; Arist. H.A. 1.9; Ath. VIII.356a; ὀσμή II.62a; auch andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

κρεώδης:
1 мясистый (κύημα Arst.);
2 мясной (τροφαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρέας, κρεατώδης, σαρκώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 9, 2., 8. 3, 6· ὀσμὴ κρ. Ἀθήν. 62Α· τὰ κρεώδη, ἅπαντα τὰ κρεατώδη, Γαλην. 6. 600.

Greek Monolingual

κρεώδης, -ῶδες (Α)
1. όμοιος με κρέας ή γεμάτος με κρέας, σαρκώδης («καὶ τὴν ὀσμὴν ἔχειν κρεώδη», Θεόφρ.)
2. αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος («ὀφθαλμοὶ κρεώδεις ἐκ πολλῶν δακρύων», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. -ώδης].