κατάμουτρα

Greek Monolingual

επίρρ.
1. κατευθείαν στο πρόσωπο («μάς χτυπάει ο ήλιος κατάμουτρα»)
2. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον κάποιου («τον πρόσβαλε κατάμουτρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μούτρα].