καταβαραθρώνω

Greek Monolingual

και καταβαραθρῶ, -όω
1. ρίχνω κάποιον σε βάραθρο
2. (συν. μτφ.) καταστρέφω τελείως, χαντακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βαραθρῶ (< βάραθρον). Η λ., στον λόγιο τ. καταβαραθρῶ, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλλιγγενεσία].