καταβασκαίνω
English (LSJ)
strengthened for βασκαίνω, Plu.2.680c, 682b, Hld. 3.8; τῇ θέᾳ τινά Id.4.5.
German (Pape)
[Seite 1339] behexen, Plut. Symp. 5, 7, 1 ff.; καί σε τῇ θέᾳ καταβασκήνας Heliod. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
f. καταβασκανῶ, ao. κατεβάσκηνα;
fasciner, ensorceler.
Étymologie: κατά, βασκαίνω.
Russian (Dvoretsky)
καταβασκαίνω: околдовывать, зачаровывать (τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταβασκαίνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ βασκαίνω, Πλούτ. 2. 680C, 682B καὶ Ε.
Greek Monolingual
καταβασκαίνω (Α)
επιτ. τ. του βασκαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βασκαίνω «ματιάζω»].