καταβολισμός

Greek Monolingual

ο
βιολ. μια από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού η οποία περιλαμβάνει το σύνολο τών φαινομένων αποδόμησης της ζώσας ύλης, μέρος της οποίας μεταβάλλεται σε απεκκρίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. catabolism < cata- (πρβλ. κατα-) + -bol- (πρβλ. βολή < βάλλω) + κατάλ. -ism].