καταγνυπόω
German (Pape)
[Seite 1343] entkräften, schwächen, VLL. S. κατεγνυπωμένος u. καταγρυπόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renfrogner.
Étymologie: κατά, γνυπόω.
[Seite 1343] entkräften, schwächen, VLL. S. κατεγνυπωμένος u. καταγρυπόω.
-ῶ :
renfrogner.
Étymologie: κατά, γνυπόω.