καταγρυπόω
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
curl the nose: αὐστηρὸν καὶ κατεγρυπωμένον scornful, Plu.2.753c codd. (κατεγνυπωμένον Schneid.).
German (Pape)
[Seite 1343] krümmen, biegen; αὐστηρὸν καὶ κατεγρυπωμένον Plut. amator. 9, wird erkl. ein finsteres u. höhnisches, naserümpfendes Wesen, Reiske vermuthet κατεῤῥυπωμένον, Schneider κατεγνυπωμένον. S. καταγνυπόω.
Greek (Liddell-Scott)
καταγρῡπόω: κάμνω τι ὅλως γρυπόν, καμπυλώνω τὴν ῥῖνα, αὐστηρὸν καὶ κατεγρυπωμένον, μυκτηριστικόν, Πλούτ. 2. 753C, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου nasus aduncus· ὁ Schneid. ὅμως ἀναγινώσκει: κατεγνυπωμένον, πρβλ. καταγνυπόομαι.