καταγνύω

English (LSJ)

v. κατάγνυμι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
κατάγνυμι.
Étymologie: κατά, ἄγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

καταγνύω: (только praes.) Xen., Arst. = κατάγνυμι.

German (Pape)

κατάγνυμι.